-
1 ὀνομαστικός
A skilful at naming, Pl.Cra. 424a ; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib. 423d ; ἡ -κή alone, ib. 425a.II ἡ -κή (sc. πτῶσις ) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.).III τὸ -κόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux: -κά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομαστικός
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ономастика — (греч. ὀνομαστική (τέχνη) искусство давать имена ) Совокупность имен собственных. Лингвистическая дисциплина, изучающая собственные имена; иначе ономатология. См. антропонимика, антропонимия, астроним … Справочник по этимологии и исторической лексикологии
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Ономастика — [от греч. ὀνομαστική (τέχνη) искусство давать имена] раздел языкознания, изучающий собственные имена. Термином «ономастика» называют также совокупность собственных имён, которая обозначается и термином «онимия». В некоторых работах термин… … Лингвистический энциклопедический словарь